- υδρεύομαι
- ΝΜΑβλ. υδρεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρεύομαι — υδρεύομαι, υδρεύτηκα (σπάν. υδρεύθηκα) βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υδρεύομαι — υδρεύτηκα, προμηθεύομαι το απαραίτητο για τις ανάγκες μου νερό, εφοδιάζομαι με νερό: Η Αθήνα υδρεύεται από τη λίμνη του Μαραθώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδρεύομαι — ὑδρεύω draw fetch pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρδω — ἄρδω (Α) Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω 2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο 3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους β) ποτίζω τη γη II. ( ομαι) 1. (για πρόσωπα) πίνω 2. ποτίζομαι 3. υδρεύομαι 4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία… … Dictionary of Greek
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek
ευυδρώ — εὐυδρῶ, έω (Α) [εύυδρος] έχω αφθονία νερού, υδρεύομαι ή αρδεύομαι καλά … Dictionary of Greek
υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… … Dictionary of Greek
ՋՈՒՐ — (ջրոյ, ջրով կամ ջուրբ. ջուրք, ջրոց կամ ջուրց, ջրովք կամ ջուրբք.) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ὐδώρ aqua. Տարր խոնաւ եւ ցուրտ, ըմպե լի եւ լուացօղ կամ մաքրողական, յանձրեւոյ, ʼի գետոյ կամ յաղբերէ. իսկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)